ἀπέφερε

ἀπέφερε
ἀποφέρω
Bis Acc.
imperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • εμποροκρατία — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται συνήθως η πολιτική επέκτασης και οικονομικής ανάπτυξης, που ακολούθησαν οι μεγάλες ευρωπαϊκές μοναρχίες τον 16o, τον 17o και τον 18o αι., καθώς και οι θεωρίες των συγγραφέων της περιόδου εκείνης, οι οποίοι… …   Dictionary of Greek

  • κέφαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ερμή ή του Πανδιόνα και της Έρσης (κόρης του Κέκροπα) ή της Κρέουσας, επώνυμος του δήμου Κεφαλής και του αττικού γένους των Κεφαλιδών. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ερωτεύτηκε την Πρόκριδα, την παντρεύτηκε και ζούσε …   Dictionary of Greek

  • μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… …   Dictionary of Greek

  • μεταπώληση — η 1. (γενικά) η ενέργεια τού μεταπωλώ, η εκ νέου πώληση, το μεταπούλημα («η μεταπώληση τού σπιτιού δεν μού απέφερε τίποτε») 2. (ειδικά) η αγορά εμπορευμάτων και η πώλησή τους σε άλλον με κέρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταπωλώ. Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • χειροτέχνης — ο, ΝΜΑ αυτός που κατασκευάζει χειροτεχνήματα, που φιλοτεχνεί έργα με το χέρι αρχ. 1. τεχνίτης, χειρώνακτας, σε αντιδιαστολή προς τον αρχιτέκτονα, τον πολιτικό, τον φιλόσοφο 2. δούλος ο οποίος με την εργασία του απέφερε εισόδημα στον κύριό του 3.… …   Dictionary of Greek

  • Αλ Μουταναμπί — (Al Mutanabi, 915 – 955 μ.Χ.). Προσωνύμιο του Ιρακινού ποιητή Αμπούλ Ταγίμπ Αχμάντ αλ Ντζουφί. Ήταν γιος ενός απλού νεροκουβαλητή και πέρασε τα παιδικά χρόνια του στην έρημο της Αραβίας, όπου μπόρεσε να γνωρίσει άριστα την αραβική γλώσσα. Με την… …   Dictionary of Greek

  • Βέντεκιντ, Φρανκ — (Frank Wedekind, Ανόβερο 1864 – Μόναχο 1918). Γερμανός συγγραφέας και δραματουργός. Ακολούθησε στη ζωή του τους πιο διαφορετικούς και παράξενους δρόμους, από τη διαφήμιση βιομηχανικών ειδών έως τη δημοσιογραφία. Στο Παρίσι ίδρυσε, μαζί με τον… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Γκαρσία, Άντι — (Andy Garcia, Αβάνα 1956 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Κουβανού ηθοποιού του κινηματογράφου Αντρέ Αρτούρο Γκάρσι Μενεντέζ (Andres Arturo Garci Menendez). Από τους πιο χαρισματικούς ηθοποιούς της γενιάς του, συχνά συγκρίνεται, ίσως και λόγω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”